μετάπλασμα

μετάπλασμα
το
(γεωπ.) συν. στον πληθ. τα μεταπλάσματα
ουσίες χρήσιμες για τη βελτίωση τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων τού εδάφους, όπως είναι η άμμος, η άργιλος, ο ασβέστης, οι κομπόστες κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετάπλασμα — το ουσία που βελτιώνει τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, το λίπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”